ζωγρεύω

ζωγρεύω
ζωγρ-εύω,= ζωγρέω, Polyaen.4.3.27 ([voice] Pass.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ζωγρεύω — (Α) βλ. ζωγρῶ, έω …   Dictionary of Greek

  • ζωγρευθείς — ζωγρεύω aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωγρεύειν — ζωγρεύω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐζωγρεύθη — ζωγρεύω aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐζωγρεύθημεν — ζωγρεύω aor ind pass 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐζωγρεύθης — ζωγρεύω aor ind pass 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐζωγρεύοντο — ζωγρεύω imperf ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωγρευτικός — ζωγρευτικός, ὁν (Α) [ζωγρεύώ] (για το έργο τών μαθητών τού Χριστού) αυτός που αναφέρεται στο ψάρεμα, ο αλιευτικός …   Dictionary of Greek

  • ζωγρεῦσαι — ζωγρέω take pres part act fem nom/voc pl (epic doric ionic) ζωγρεύω aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωγρεύσας — ζωγρεύσᾱς , ζωγρέω take pres part act fem acc pl (epic doric ionic) ζωγρεύσᾱς , ζωγρέω take pres part act fem gen sg (doric) ζωγρεύσᾱς , ζωγρεύω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντεζωγρεύθησαν — ἀντί ζωγρεύω aor ind pass 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”